Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ανεπαρκής, -ής, -ές, ανολοκλήρωτος, -η, -ο

         
inadequate

         

Ερμηνεία:

Αυτός που έχει έλλειψη των απαραίτητων προσόντων ή πόρων ή μέσων,  για να ανταποκριθεί σε μια εργασία ή δραστηριότητα. 

Αυτός που δεν επαρκεί για να καλύψει μια ανάγκη.

Το άτομο που δεν έχει ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα.

 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Managing inadequate response to initial anti-TNF therapy in rheumatoid arthritis: optimising treatment outcomes.Taylor PC, Matucci Cerinic M, Alten R, Avouac J, Westhovens R.Ther Adv Musculoskelet Dis. 2022 Aug 16;14:1759720X221114101.

Inadequate diagnosis of nonallergic rhinitis: assessing the damage. Ledford D.Allergy Asthma Proc. 2003 May-Jun;24(3):155-62.

Inadequate erythropoietin response to anemia: definition and clinical relevance. Barosi G.Ann Hematol. 1994 May;68(5):215-23. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: